απολιθωμένος

απολιθωμένος
η , ο[ν] прям. , перен. окаменелый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απολιθωμένος" в других словарях:

  • παραπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Ένα τμήμα της κάτω γνάθου του με δόντια βρέθηκε το 1911 στα κοιτάσματα της κατώτερης ολιγοκαίνου από τον Γερμανό επιστήμονα Ο. Σλόσερ, κοντά στο Κάιρο. Το τμήμα αυτό βρέθηκε μαζί με υπολείμματα του… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Είναι γνωστός από ένα τμήμα του προσωπικού μέρους του κρανίου και από μια πλήρη σχεδόν, σειρά δοντιών που ανακαλύφτηκαν το 1879 στη βόρεια Ινδία σε κοιτάσματα της κατώτερης πλειόκαινης, στα νότια Ιμαλάια. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …   Dictionary of Greek

  • μάντον — (Menton). Πόλη (28.812 κάτ. το 1999) της Γαλλίας στον νομό των Παραθαλάσσιων Άλπεων (Alpes Maritimes). Βρίσκεται κοντά στα γαλλοϊταλικά σύνορα, σε απόσταση 11 χλμ. από το ιταλικό θέρετρο Βεντιμίλια. Πρόκειται για διεθνές τουριστικό κέντρο με ήπιο …   Dictionary of Greek

  • στιγμάρια — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένος υπόγειος βλαστός που χαρακτηρίζει τα γένη λεπιδόδενδρο και σιγγιλάρια και απαντά σε στρώματα τού δεβονίου και τού λιθανθρακοφόρου …   Dictionary of Greek

  • αυστραλοπίθηκος — Ανθρωπόμορφος απολιθωμένος πίθηκος, συγγενής του γορίλα και του χιμπατζή. Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον σημερινό άνθρωπο γι’ αυτό και θεωρείται προπάτοράς του. Το πρώτο χρονολογικά απολίθωμά του που ανακαλύφθηκε ήταν το κρανίο ενός νεαρού… …   Dictionary of Greek

  • γιγαντοπίθηκος — (gigantopithecus blackii). Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος της Ασίας, που χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ελάχιστα λείψανά του έχουν βρεθεί, κυρίως τρία δόντια (τραπεζίτες) που ανακάλυψε ο ανθρωπολόγος φον Κένιχσβαλντ κοντά στο Χονγκ Κονγκ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1994 με σκοπό τη μελέτη, την ανάδειξη και τη φύλαξη των ευρημάτων του μοναδικού, σε παγκόσμια κλίμακα, απολιθωμένου δάσους της Λέσβου που εκτείνεται σε μία περιοχή 150.000 στρεμμάτων στο δυτικό άκρο του νησιού. Το… …   Dictionary of Greek

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»